- Νέα Βρουνσβίκη
- (New Brunswick). Εξελληνισμένη ονομασία επαρχίας του νοτιοανατολικού Καναδά. Βλ. λ. Νιου Μπρούνσγουικ.
Νέα Βρουνσβίκη. Τμήμα του ποταμού Σαιντ Τζων, που διαρρέει ένα τοπίο ελαφρά κυματοειδές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek